νοσίζω

νοσίζω
νοσίζω (Α) [νόσος]
καθιστώ ασθενή κάποιον, προξενώ αρρώστια σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νοσίζουσι — νοσίζω make sick pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νοσίζω make sick pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσιῶν — νοσίζω make sick fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

  • ԱԽՏԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 1 0019 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c ն. νοσίζω aegrotum facio Տալ ախտանալ. խօթացուցանել. հիւանդացնել .... *Յառաջ քան զմարմինս՝ զոգիս ախտացուցաք: Ընդէ՞ր ախտացուցանեմք զանձինս ախտիւ՝ առաւել քան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”